μεθοδεία

μεθοδεία
3180 μεθοδεία
{сущ., 2}
коварный замысел, хитрость; мн.ч. козни.
Синонимы: 2940 (κυβεία), 3834 (πανουργία).
Ссылки: Еф. 4:14; 6:11.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεθοδεία" в других словарях:

  • μεθοδεία — μεθοδείᾱ , μεθοδεία craft fem nom/voc/acc dual μεθοδείᾱ , μεθοδεία craft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδείᾳ — μεθοδείᾱͅ , μεθοδεία craft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδεία — και μεθοδειά, η (ΑM μεθοδεία, Α και μεθοδία) [μεθοδεύω] 1. επιβουλή, δόλος, πανουργία, απάτη 2. τέχνασμα, επινόημα, μηχανορραφία («ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης», ΚΔ) μσν. επάγγελμα, τέχνη, εργασία, απασχόληση αρχ. μέθοδος, τρόπος… …   Dictionary of Greek

  • μεθοδείας — μεθοδείᾱς , μεθοδεία craft fem acc pl μεθοδείᾱς , μεθοδεία craft fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδείαι — μεθοδείᾱͅ , μεθοδεία craft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδείαν — μεθοδείᾱν , μεθοδεία craft fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδειῶν — μεθοδεία craft fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδεῖαι — μεθοδεία craft fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδείαις — μεθοδεία craft fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδία — μεθοδία, ἡ (Α) βλ. μεθοδεία …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՐԴԱԽՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0930 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. ἕνεδρος, ἑπιβουλή insidiae κακία , κακοπραγία maleficentia ἑπιτήδευμα, παραδιατριβή, ῤαδιούργημα , στραγγαλία, σπίλας, μεθοδεία dolus, versutia եւն. Նենգութիւն. դաւաճանութիւն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»